συνομολογία

συνομολογία
ἡ, ΜΑ [συνομολογῶ]
συμφωνία, συναίνεση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνομολογία — συνομολογίᾱ , συνομολογία concession fem nom/voc/acc dual συνομολογίᾱ , συνομολογία concession fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνομολογίᾳ — συνομολογίᾱͅ , συνομολογία concession fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνομολογίας — συνομολογίᾱς , συνομολογία concession fem acc pl συνομολογίᾱς , συνομολογία concession fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνομολογίαι — συνομολογίᾱͅ , συνομολογία concession fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνομολογίαν — συνομολογίᾱν , συνομολογία concession fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κιλέν, Ντάνιελ Γκρέι — (Daniel Grey Quillen, Νιού Τζέρσεϊ 1940 –). Αμερικανός μαθηματικός. Το 1961 έλαβε το πτυχίο του μαθηματικού από το πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και συνέχισε το διδακτορικό του στο ίδιο πανεπιστήμιο. Η διατριβή του είχε θέμα τις τυπικές ιδιότητες των… …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ԽՈՍՏՈՎԱՆԱԿՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0967 Chronological Sequence: 8c գ. συνομολογία assensus, confessio, pactum. Միաբան խոստովանութիւն դաւանութեան. ձայնակցութիւն: *Զոչ առանց ձեր խոստովանակցութեան առ այս գոլ դմա իրաւամբք պատճառ առաջի արկեալ. Գերմ. թղթ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”